- αὐτοδίδακτοι
- αὐτοδίδακτοςself-taughtmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναΐφ — Αυτοδίδακτοι ζωγράφοι που δημιουργούν τα έργα τους έξω από τα επίσημα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά πλαίσια. Ονομάζονται επίσης νεοπριμιτίφ, ζωγράφοι της Κυριακής, λαϊκοί ζωγράφοι της πραγματικότητας, ή ζωγράφοι της Σακρέ Κερ (από την ομώνυμη… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Κοστέλο και Άμποτ — Καλλιτεχνικό δίδυμο που αποτελούσαν οι Αμερικανοί κωμικοί Λου Κοστέλο (Lou Costello 1906 – 1959) και Μπαντ Άμποτ (Bud Abbott 1895 – 1974). Ξεκίνησαν ως αυτοδίδακτοι, προτού συναντηθούν το 1931 και ακολουθήσουν κοινή πορεία, η οποία διήρκεσε… … Dictionary of Greek
μενεστρέλ(ος) — Αυλικός μουσικός και τραγουδιστής του ύστερου Μεσαίωνα. Τραγουδούσε και απήγγελλε ποιήματα συνοδεία βιέλας ή άλλου έγχορδου οργάνου, τα οποία είτε συνέθετε ο ίδιος είτε οι τροβαδούροι. Αν και αρχικά συσχετιζόταν με τον ζογκλέρ, στην ουσία διέφερε … Dictionary of Greek